darçın
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αζεριανά (az)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]darçın (az)
- η κανέλα
Κλίση
[επεξεργασία]κλίση του darçın
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | darçın | darçınlar |
αιτιατική | darçını | darçınları |
δοτική | darçına | darçınlara |
τοπική | darçında | darçınlarda |
αφαιρετική | darçından | darçınlardan |
γενική | darçının | darçınların |