dessert

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
dessert desserts

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

dessert (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
dessert desserts

dessert (fr) αρσενικό



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

dessert (it)