domi
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ίντο (io)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]domi (io)
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]domī (la) θηλυκό
domi (io)
domī (la) θηλυκό