drank
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]drank (en)
ενικός | πληθυντικός |
drank | dranks |
- (αργκό), ποτό, κατά κανόνα αλκοολούχο
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]drank (en)