earl
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
earl | earls |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- earl < (κληρονομημένο) μέση αγγλική erl, erle < αγγλοσαξονική eorl < δυτική πρωτογερμανική *erl}} < πρωτογερμανική *erlaz
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]earl (en)
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- προκειμένου περί γυναικών, χρησιμοποιείται η λέξη countess