engage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

engage (en)

  1. (αμετάβατο) δεσμεύομαι ότι θα κάνω κάτι, υπόσχομαι, εγγυώμαι ότι θα το κάνω
  2. (στην παθητική) αρραβωνιάζομαι, μνηστεύομαι
  3. (μεταβατικό) απασχολώ ή προσλαμβάνω κάποιον εργαζόμενο
  4. (μεταβατικό) (με την πρόθεση in) εμπλέκομαι σε μια δραστηριότητα, καταπιάνομαι με κάτι
  5. σύμπλεξη, δέσιμο, δέσμευση
  6. που κινητοποιώ τον διάλογο, που παρακινώ, ενδιαφέρω-ενδιαφέρομαι
  7. ....