facilities
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]facilities (en) πληθυντικός
- εγκαταστάσεις
- (ευφημισμός) ο «χώρος», η τουαλέτα, το αποχωρητήριο
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]facilities (en) πληθυντικός