fall out

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας fall out
γ΄ ενικό ενεστώτα falls out
αόριστος fell out
παθητική μετοχή fallen out
ενεργητική μετοχή falling out

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
fall out < → δείτε τις λέξεις fall και out

fall out (en)

  1. πέφτω, αποσπώμαι από τη θέση μου
    My hair is starting to fall out.
    Τα μαλλιά μου άρχισαν να πέφτουν.
  2. δεν μιλώ πια σε κάποιον
    • τα τσουγκρίζω με κάποιον (με την αρνητική σημασία, όχι για πρόποση)