familial
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /fa.mi.ljal/
- ⓘ
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | familial | familiaux |
θηλυκό | familiale | familiales |
familial (fr)
- οικογενειακός
- (στο θηλυκό) είδος αυτοκινήτου που μπορεί να μεταφέρει έξι ως εννιά άτομα