fasten
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- fasten, από τα τέλη 11ου αιώνα < μέση αγγλική fastenen < αγγλοσαξονική fæstnian (στερεώνω, σταθεροποιώ, επικυρώνω, επιβεβαιώνω) < πρωτογερμανική *fastinon (στερεώνω) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *fast (στερεός, σταθερός). Μορφολογικά αναλύεται σε fast + -en.[1]
Προφορά
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | fasten |
γ΄ ενικό ενεστώτα | fastens |
αόριστος | fastened |
παθητική μετοχή | fastened |
ενεργητική μετοχή | fastening |
fasten (en)
- (μεταβατικό) δένω, στερεώνω κάτι με ιμάντα
Συγγενικά
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- fasten - Cambridge Dictionary online
- Longman Dictionary of Contemporary English [Λεξικό Longman της σύγχρονης αγγλικής], Έσσεξ: Pearson Education, 6η έκδοση, 2014 (1η έκδοση 1978). ISBN 978-1-4479-5420-0.
- fasten - Oxford Learner's Dictionaries
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τη μέση αγγλική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση αγγλική (αγγλικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αγγλοσαξονικά (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλοσαξονικά (αγγλικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από την πρωτογερμανική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτογερμανική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (αγγλικά)
- Λέξεις με επίθημα -en, ρήματα (αγγλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αγγλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αμερικανικά αγγλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (αμερικανικά αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ρήματα (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το 'ask' (αγγλικά)