feel up

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας feel up
γ΄ ενικό ενεστώτα feels up
αόριστος felt up
παθητική μετοχή felt up
ενεργητική μετοχή feeling up

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
feel up < → δείτε τις λέξεις feel και up

feel up (en)

  • (ανεπίσημο) χουφτώνω, πασπατεύω, αγγίζω κάποιον σεξουαλικά, ειδικά όταν δεν με θέλει
    ⮡  He kept feeling me up on the train until I had to get off before my stop.
    Με χούφτωνε συνέχεια στο μετρό μέχρι που αναγκάστηκα να κατέβω πριν από τη στάση μου.
    ⮡  He started to feel me up in the crowd.
    Άρχισε να με πασπατεύει μες στον συνωστισμό.
     συνώνυμα: grope, → και δείτε τη λέξη fondle