fixer

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

fixer (en)

  1. διακανονιστής, άτομο (και όχι μόνο) που κανονίζει συναντήσεις (ή διασυνδέσεις)
  2. διορθωτής, επιδιορθωτής, επισκευαστής
  3. σταθεροποιητής
    • τρίποδο φωτογραφικής μηχανής ή ανάλογο εργαλείο



fixer (fr)