flex
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]flex (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]flex (en)
- κάμπτω, λυγίζω
- κάνω επαναλαμβανόμενες κινήσεις για προθέρμανση
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- flex my muscles
- σφίγγω τους μύες μου για να προκαλέσω εντύπωση
- (μεταφορικά) κάνω επίδειξη δύναμης, συνήθως ως απειλή