footing

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
footing < foot + -ing

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

footing (en)

  1. μέρος για να ακουμπήσει το πόδι, σταθερή βάση για να σταθείς
    In ascent, every step gained is a footing and help to the next. (Holder) λείπει η μετάφραση
  2. (μεταφορικά) σταθερή βάση εκκίνησης
  3. κατάσταση
  4. πάτημα, βήμα
    Hark, I hear the footing of a man. Shakespeare
  5. (σπάνιο') πατημασιά (ίχνος)
    • 1590, Edmund Spenser, The Faerie Queene, III.vii:
      The Monster swift as word, that from her went, / Went forth in hast, and did her footing trace [...].
  6. η άθροιση (η ενέργεια) και το άθροισμα μιας στήλης αριθμών
  7. η ενέργεια με την οποία προσθέτει κάποιος ένα "πόδι" σε κάτι
  8. είδος δαντέλας
  9. (αρχιτεκτονική) το πέλμα ενός τοίχου
  10. (λογιστική) ο επανέλεγχος των αριθμών κάθετα

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /fu.tiɳ/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

footing (fr)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

footing (it) αρσενικό άκλιτο



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

footing (es)