foregoing
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία en
[επεξεργασία]- foregoing: μετοχή & επιθετικοποιημένη μετοχή
Επίθετο
[επεξεργασία]foregoing (χωρίς παραθετικά)
- που βρίσκεται πριν από κάτι (σε τόπο ή χρόνο), προηγούμενος
- άλλες μορφές: aforegoing, συντομογραφία: foreg.
- ≈ συνώνυμα: preceding
- ≠ αντώνυμα: subsequent
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]foregoing