freshly

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός freshly
συγκριτικός more freshly
υπερθετικός most freshly

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
freshly < fresh + -ly

Επίρρημα

[επεξεργασία]

freshly (en)

  • φρεσκο-
    It smells of freshly-baked bread.
    Ευωδιάζει το φρεσκοψημένο ψωμί.