funnel
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- funnel < (κληρονομημένο) μέση αγγλική funell
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
funnel | funnels |
funnel (en)
- το χωνί
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | funnel |
γ΄ ενικό ενεστώτα | funnels |
αόριστος | funneled |
παθητική μετοχή | funneled |
ενεργητική μετοχή | funneling |
- χρησιμοποιώ χωνί