go in

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας go in
γ΄ ενικό ενεστώτα goes in
αόριστος went in
παθητική μετοχή gone in
ενεργητική μετοχή going in

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
go in < → δείτε τις λέξεις go και in

go in (en)

  • μπαίνω σε δωμάτιο, σπίτι κλπ σε οποιοδήποτε κλειστό χώρο
    When I went in the room…
    Όταν μπήκα στο δωμάτιο…
    Go in!
    Μπες/Μπείτε μέσα!
    I am going in the apartment/the room/the kitchen.
    'Μπαίνω (μέσα) στο διαμέρισμα/στο δωμάτιο/στην κουζίνα.
    If the last shot went in, the match would go into overtime.
    έμπαινε το τελευταίο σουτ, ο αγώνας θα πήγαινε στην παράταση.
    The key doesn’t go in the keyhole.
    Tο κλειδί δεν μπαίνει στην κλειδαρότρυπα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη enter