going to

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
going to < → δείτε τις λέξεις going και to

(be) going to (en)

  1. πρόκειται να, θα, είναι να, χρησιμοποιείται για να δηλώσει τους μελλοντικούς χρόνους στα αγγλικά → δείτε τους χρόνους ρήματος του future tense για περισσότερα παραδείγματα
    I am going to see him tomorrow.
    Πρόκειται να τον δω αύριο.
    It isn’t going to rain.
    Δεν πρόκειται να βρέξει.
    They’re going to visit us on Sunday.
    Πρόκειται να μας επισκεφθούν την Κυριακή.
    When are you going to come visit me?
    Πότε θα έρθεις να με επισκεφτείς;
    By the time you come, I am going to have left.
    Μέχρι την ώρα που έρθεις, θα έχω φύγει.
    I’m going to meet him tomorrow.
    Είναι να τον συναντήσω αύριο.
  2. επρόκειτο να, ήταν να, χρησιμοποιείται για να δείξει τι σκόπευα να κάνω ή να γίνω
    He was going to see him yesterday but he got sick.
    Επρόκειτο να τον δει χθες αλλά αρρώστησε.
    He said he was going to meet him yesterday.
    Είπε ότι ήταν να τον συναντήσει χτες.
    I was going to meet him yesterday but he didn’t come.
    Ήταν να τον συναντήσω χτες αλλά δεν ήρθε.
    I was going to leave but I couldn’t.
    Ήταν να φύγω αλλά δεν μπόρεσα.
    We were going to go into the village.
    Ήταν να πάμε στο χωριό.

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]