grade

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
grade grades

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

grade (en)

  • ο βαθμός
    What grade did you get in Spanish?
    Τι βαθμό πήρες στα ισπανικά;
    His grades on the final exams are really impressive.
    Οι βαθμοί του στις τελικές εξετάσεις είναι πραγματικά εντυπωσιακοί.



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
grade grades

grade (fr) αρσενικό



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
grade < grad- + -e

Επίρρημα

[επεξεργασία]

grade (eo)