grief

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɡʁi.jɛf/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
grief griefs

grief (fr) αρσενικό