hiss

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
hiss hisses

hiss (en)

  • ο ήχος του σφυρίγματος
    the hiss of a snake - το σφύριγμα ενός φιδιού

hiss (en)