homme

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
homme hommes

homme (fr) αρσενικό (θηλυκό femme)

  1. (μερικές φορές με κεφαλαίο αρχικό) ο άνθρωπος
  2. ο άνδρας
  3. (οικείο) ο σύζυγος

Σύνθετα

[επεξεργασία]