hors
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλοσαξονικά (ang)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]hors (ang)
- (θηλαστικό ζώο) το άλογο
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Πρόθεση
[επεξεργασία]hors (fr)
- (απαρχαιωμένο) εκτός, έξω από μόνο σε παγιωμένες εκφράσεις, όπως
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- hors - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé