hug

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
hug hugs

hug (en)

  • η αγκαλιά
    The handshakes and hugs of the two leaders could not hide their mutual hostilities.
    Οι χειραψίες και οι αγκαλιές των δύο ηγετών δεν μπορούσαν να κρύψουν την αμοιβαία έχθρα τους.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη embrace
ενεστώτας hug
γ΄ ενικό ενεστώτα hugs
αόριστος hugged
παθητική μετοχή hugged
ενεργητική μετοχή hugging

hug (en)

  1. (αμετάβατο) αγκαλιάζομαι
    The two friends hugged (each other).
    Οι δυο φίλοι αγκαλιάστηκαν.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη embrace
  2. (μεταβατικό) αγκαλιάζω
    He hugged her tightly.
    Την αγκάλιασε σφιχτά.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη embrace
  3. (μεταφορικά, μεταβατικό) αγκαλιάζω
    The road hugs the lake.
    Ο δρόμος αγκαλιάζει τη λίμνη.
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 5. ISBN 9780194325684. , λήμμα: αγκαλιάζω, αγκάλιασμα