idk
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Συντομομορφή
[επεξεργασία]idk (en) αρκτικόλεξο
- (διαδικτυακή αργκό) συντομογραφή του «δεν ξέρω», «δεν γνωρίζω»
Άλλες γραφές
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- idk στο Cambridge Dictionary.