in for

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
in for < → δείτε τις λέξεις in και for

Έκφραση

[επεξεργασία]

in for (en)

  • (ιδιωματισμός) έχω, περιμένω, είναι βέβαιο ότι θα αντιμετωπίσω κάτι σύντομα, συνήθως δυσάρεστο
    We are in for a storm.
    Θα έχουμε θύελλα.
    He is in for an unpleasant surprise.
    Τον περιμένει δυσάρεστη έκπληξη.
    We are in for a difficult time.
    Μας περιμένουν δύσκολοι καιροί.