in order to

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
in order to < → δείτε τις λέξεις in, order και to

Έκφραση

[επεξεργασία]

in order to (en)

  • (ιδιωματισμός) για να, προκειμένου να, με σκοπό ή πρόθεση να κάνω ή να πετύχω κάτι
    -“Why is she going to the restaurant early?” -“In order to find a table.”
    -«Γιατί πηγαίνει νωρίς στο εστιατόριο;» -«Για να βρει τραπέζι.»
    In order to buy the TV in installments, you must first get approval from the bank.
    Για να αγοράσεις την τηλεόραση με δόσεις, πρέπει προηγουμένως να έχεις πάρει την έγκριση από την τράπεζα.
    In order to succeed, we must first believe that we can.
    Προκειμένου να πετύχουμε, πρέπει πρώτα να πιστέψουμε ότι μπορούμε.

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τον σύνδεσμο so that