incertezza

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
incertezza incertezze

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
incertezza < incerto + -ezza

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /in.t͡ʃerˈtet.t͡sa/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

incertezza (it)

  1. αβεβαιότητα
  2. αναποφασιστικότητα