incertezza
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
incertezza | incertezze |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /in.t͡ʃerˈtet.t͡sa/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]incertezza (it)
Πηγές
[επεξεργασία]- incertezza - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).