ingénieux
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | ingénieux | ingénieux |
θηλυκό | ingénieuse | ingénieuses |
Επίθετο
[επεξεργασία]ingénieux (fr) αρσενικό
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | ingénieux | ingénieux |
θηλυκό | ingénieuse | ingénieuses |
ingénieux (fr) αρσενικό