insupporter
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- insupporter < insupportable
Ρήμα
[επεξεργασία]insupporter (fr)
- (οικείο, σκωπτικό) είμαι ανυπόφορος σε κάποιον
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη supporter