kerna
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kerna | kernaj |
αιτιατική | kernan | kernajn |
kerna (eo)
- ĝi estas kerna ministerio - πρόκειται για βασικό υπουργείο