knowledge
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]knowledge (en)
- (μη μετρήσιμο, μόνο στον ενικό) οι γνώσεις, οι πληροφορίες που αποκτά κάποιος
- ↪ I will test your knowledge.
- Θα εξετάσω τις γνώσεις σου.
- ↪ Your technical knowledge is valuable.
- Οι τεχνικές γνώσεις σας είναι πολύτιμες.
- ↪ I will test your knowledge.