komşu

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

komşu (tr)

Çocukken Yunan komşularım vardı. - Όταν ήμουν παιδί, είχα Έλληνες γείτονες.