levee

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈlɛ.vi/
ομόηχο: levy (φορολογώ, στρατολογώ)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
levee levees

levee (en)