life

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
life lives
ανώμαλα ουσιαστικά (αγγλικά)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

life (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  1. (μη μετρήσιμο) η ζωή, ο βίος, η γενική κατάσταση που διαφοροποιεί τα ενόργανα όντα από τα άψυχα αντικείμενα και τους νεκρούς οργανισμούς
    God gave life to man.
    Ο Θεός έδωσε ζωή στον άνθρωπο.
    life on other planets - η ζωή στους άλλους πλανήτες
    plant/animal life - η ζωή των φυτών/ζώων
  2. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η ζωή, το χρονικό διάστημα από τη γέννηση ως το θάνατο
    throughout my life - σε όλη μου τη ζωή
    never in my life - ποτέ στη ζωή μου
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη lifetime
  3. (μετρήσιμο) η ζωή, ο άνθρωπος ως φορέας ζωής
    How many lives were lost in the disaster?
    Πόσες ζωές χάθηκαν στη συμφορά;
  4. (μετρήσιμο) η ζωή, το σύνολο των εμπειριών και βιωμάτων κάποιου
    She told me the story of her life.
    Μου διηγήθηκε όλη τη ζωή της.
  5. (μετρήσιμο) ο τρόπος ζωής
    I lead a sedentary life.
    Ζω καθιστική ζωή.
    the married/professional/bachelor life - η συζυγική/επαγγελματική/εργένικη ζωή
     συνώνυμα: lifestyle
  6. (μη μετρήσιμο) η ζωή, το σύνολο των δραστηριοτήτων σε ορισμένο τομέα
    the intellectual/cultural life in Greece - η πνευματική/πολιτιστική ζωή της Ελλάδας
  7. (μη μετρήσιμο) η ζωή, η ζωντάνια
    The children were full of life.
    Τα παιδιά ήταν γεμάτα ζωή.
    His presence gave a bit of life to the house.
    Η παρουσία του έδωσε λίγη ζωή στο σπίτι.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη liveliness
  8. (μετρήσιμο) η ζωή, ο χρόνος διάρκειας ή λειτουργίας προϊόντος
    the life of a battery - η ζωή μιας μπαταρίας

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • all my life (η διατύπωση all of my life είναι συγκριτικά λιγότερο δόκιμη): 1. όλη μου η ζωή, 2. μεταφορικά· το πιο σημαντικό για 'μένα

Συγγενικά

[επεξεργασία]