lilium
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- lilium < → λείπει η ετυμολογία. → δείτε και το αρχαίο λείριον, παράλληλο μεσογειακό δάνειο.
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]lilium ουδέτερο
Κλίση
[επεξεργασία]αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | lilium | lilia |
γενική | liliī & lili | liliōrum |
δοτική | liliō | liliīs |
αιτιατική | lilium | lilia |
κλητική | lilium | lilia |
αφαιρετική | liliō | liliīs |
Πηγές
[επεξεργασία]- lilium - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.