luo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
  1. luo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *luo (πλένω)
  2. luo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *leu (ξεχωρίζω, λύω)

luo

  1. πλένω
  2. καθαίρω, εξαγνίζω

luo

  1. πληρώνω
  2. ικανοποιώ
  3. εξαγνίζομαι, εξιλεώνομαι