machination
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]machination (en)
- η μηχανορραφία, η μηχανή
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
machination | machinations |
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ma.ʃi.na.sjɔ̃/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]machination (fr) θηλυκό
- η μηχανορραφία
- η σκευωρία
- η επιβουλή
- η ραδιουργία