mammifero
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
mammifero | mammiferi |
mammifero (it)
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
mammifero | mammiferi |
mammifero (it)