method

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
method methods

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈmɛθəd/
{ 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

method (en)

  1. η μέθοδος, ένας συγκεκριμένος τρόπος να κάνω κάτι
    the relative advantages of the two methods - τα συγκριτικά πλεονεκτήματα των δύο μεθόδων
    What method do scientists use?
    Ποια μέθοδος χρησιμοποιούν οι επιστήμονες;
  2. (μη μετρήσιμο) η μέθοδος, η ιδιότητα της καλής οργάνωσης
    There’s no method to his work.
    Δεν έχει μέθοδο στη δουλειά του.
  3. (αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός) η μέθοδος
     συνώνυμα: member function (κυρίως στη C++)
    δείτε επίσης: Method (computer programming) στην αγγλική Βικιπαίδεια

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

πληροφορική: