misleading
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | misleading |
συγκριτικός | more misleading |
υπερθετικός | most misleading |
Επίθετο
[επεξεργασία]misleading (en)
- παραπλανητικός
- ↪ First impressions are often misleading.
- Οι πρώτες εντυπώσεις είναι συχνά παραπλανητικές.
- ↪ First impressions are often misleading.