Location via proxy:
[ UP ]
[Report a bug]
[Manage cookies]
No cookies
No scripts
No ads
No referrer
Show this form
mom
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά
(en)
[
επεξεργασία
]
ενικός
πληθυντικός
mom
moms
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
mom
(en)
(
αμερικανικά αγγλικά
,
ανεπίσημο
,
χαϊδευτικό
,
οικογένεια
) η
μαμά
≈
συνώνυμα
:
→
δείτε
τη λέξη
mother
Συγγενικά
[
επεξεργασία
]
mommy
Κατηγορίες
:
Αγγλική γλώσσα
Ουσιαστικά (αγγλικά)
Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
Αμερικανικοί όροι (αγγλικά)
Ανεπίσημοι όροι (αγγλικά)
Χαϊδευτικοί όροι (αγγλικά)
Οικογένεια (αγγλικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Σε άλλα εγχειρήματα
Άλλες γλώσσες
Afrikaans
Asturianu
Català
Čeština
Deutsch
English
Español
Eesti
فارسی
Suomi
Français
Magyar
Interlingua
Ido
Íslenska
Italiano
日本語
한국어
Kurdî
Limburgs
ລາວ
Lietuvių
Malagasy
မြန်မာဘာသာ
Nederlands
Norsk
Polski
Português
Русский
Sängö
Srpskohrvatski / српскохрватски
Simple English
Svenska
தமிழ்
ไทย
Türkçe
اردو
Tiếng Việt
中文