moyen

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
moyen moyens

moyen (fr) αρσενικό

  • το μέσο
    il a engagé de gros moyens - έβαλε μεγάλα μέσα

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό moyen moyens
θηλυκό moyenne moyennes

moyen (fr)

  1. μέτριος
  2. μέσος, ενδιάμεσος, μεσαίος


Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]