near

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός near
συγκριτικός nearer
υπερθετικός nearest

near (en)

  1. κοντινός, πλησιέστερος, κοντεύω, σε μικρή απόσταση
    Run to the nearest kiosk.
    Τρέξε στο πιο κοντινό περίπτερο.
    Where is the nearest subway stop?
    Πού είναι η πλησιέστερη στάση μετρό;
    We are getting near land.
    Κοντεύουμε στη στεριά.
     συνώνυμα:  close και nearby
  2. κοντινός, κοντεύω, σε σύντομο χρονικό διάστημα στο μέλλον
    in the near future - στο κοντινό μέλλον
    It is getting near Easter now.
    Κοντεύει Πάσχα τώρα.
  3. κοντινός, για στενό συγγενικό δεσμό
    We are near relatives.
    Είμαστε κοντινοί συγγενείς.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Επίρρημα

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός near
συγκριτικός nearer
υπερθετικός nearest

near (en)

  1. κοντά, σε μικρή απόσταση από εδώ
    He won’t take long, he lives near.
    Δε θα αργήσει, μένει κοντά.
     συνώνυμα:  about, around, close, close by και nearby
  2. κοντά, λίγο καιρό μακριά από κάποιο γεγονός
    Summer/vacation is near.
    Tο καλοκαίρι/οι διακοπές είναι κοντά.
  3. σχεδόν, κοντά
    We are near finished.
    Σχεδόν τελειώσαμε.
    It’s near midnight.
    Είναι κοντά μεσάνυχτα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη almost

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Πρόθεση

[επεξεργασία]

near (en)

  1. κοντά σε, κοντεύω, σε μικρή απόσταση από κάποιον κάτι
    a house near the sea - ένα σπίτι κοντά στη θάλασσα
    near school/home/the station - κοντά στο σχολείο/στο σπίτι/στο σταθμό
    The university is near that avenue.
    Το πανεπιστήμιο είναι κοντά σε εκείνη τη λεωφόρο.
    Sit near me.
    Κάθησε κοντά μου.
    Keep it near you.
    Κράτα το κοντά σου.
    Are we near the village?
    Kοντεύουμε στο χωριό;
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη beside
  2. κοντά σε, κοντεύω, ένα σύντομο χρονικό διάστημα από κάτι
    near dawn/noon/the evening - κοντά στα ξημερώματα/στο μεσημέρι/στο βράδυ
    It is near Easter now.
    Κοντεύει Πάσχα τώρα.
  3. κοντά σε, κοντεύω, σε μια συγκεκριμένη κατάσταση
    We are very near our goal.
    Είμαστε πολύ κοντά στο σκοπό μας.
    She was near to tears.
    Κόντευε να κλάψει.
ενεστώτας near
γ΄ ενικό ενεστώτα nears
αόριστος neared
παθητική μετοχή neared
ενεργητική μετοχή nearing

near (en)