numerus
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]numerus (la) αρσενικό
- ο αριθμός
Κλίση
[επεξεργασία]αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | numerus | numerī |
γενική | numerī | numerōrum |
δοτική | numerō | numerīs |
αιτιατική | numerum | numerōs |
κλητική | numere | numerī |
αφαιρετική | numerō | numerīs |
Πηγές
[επεξεργασία]- numerus - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.