observation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
observation | observations |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]observation (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η παρατήρηση, το να παρατηρώ κάτι, να το κοιτώ προσεκτικά επί αρκετή ώρα για να ανακαλύψω ή να καταλάβω κάτι
- ⮡ observation of the stars - παρατήρηση των αστεριών
- ⮡ A chance observation led Newton to…
- Μια τυχαία παρατήρηση οδήγησε τον Νεύτωνα εις…
- (επίσημο) η παρατήρηση, σχόλιο
- ⮡ He made a notable observation.
- Έκανε μια αξιοσημείωτη παρατήρηση.
- ⮡ He made a notable observation.
- (ιατρική) η παρακολούθηση
- ⮡ under medical observation - υπό ιατρική παρακολούθηση
Πηγές
[επεξεργασία]- observation - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 657. ISBN 9780194325684., λήμμα: παρακολούθηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]observation (fr) θηλυκό
- η παρατήρηση
- η τήρηση