official
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | official |
συγκριτικός | more official |
υπερθετικός | most official |
official (en)
- επίσημος (από επίσημη αρχή)
- ↪ They made their engagement official.
- Επισημοποίησαν τον αρραβώνα τους.
- ↪ They made their engagement official.
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
official | officials |
official (en)