omnibuso
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | omnibuso | omnibusoj |
αιτιατική | omnibuson | omnibusojn |
omnibuso (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | omnibuso | omnibusoj |
αιτιατική | omnibuson | omnibusojn |
omnibuso (eo)