onde
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
onde | ondes |
onde (fr) θηλυκό
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- ondé - ondée
- ondée
- ondin - ondine
- ondinisme
- ondoiement
- ondoyant - ondoyante
- ondoyer
- ondulant - ondulante
- ondulation
- ondulatoire
- ondulé - ondulée
- onduler
- onduleur
- onduleux - onduleuse